-
1 τέττιξ
A cicala, Cicada plebeia or allied species, a winged insect fond of basking on trees, when the male makes a chirping or clicking noise by means of certain drums or 'tymbals' underneath the wings, whence the joke in Xenarch.14, εἶτ'.. οἱ τέττιγες οὐκ εὐδαίμονες, ὧν ταῖς γυναιξὶν οὐδ' ὁτιοῦν φωνῆς ἔνι; prov.,τέττιγος ἐδράξω πτεροῦ Archil.143
(v.συλλαμβάνω 11.1
). This noise is freq. used as a simile for sweet sounds, Il.3.151, Hes.Op. 582, Sc. 393, Simon.173, 174, etc.; and Plato calls them οἱ Μουσῶν προφῆται, Phdr.262d; but they also became a prov. for garrulity, :τ. πολλοὶ γινόμενοι νοσῶδες τὸ ἔτος σημαίνουσι Thphr.Sign.54
. They were thought to sing continually without food or drink, Ar.Nu. 1360, Pl.Phdr. 259c; or on a diet of air and dew, Arist.HA 532b13, Theoc.4.16, AP6.120 (Leon.), Anacreont.32, Plu.2.660f. The Greeks ate τέττιγες to whet the appetite, Ath.4.133b, cf. Ar.Frr.51, 569.4, Alex.162.13 (anap.), Anaxandr.41.59 (anap., unless here the τέττιξ ἐνάλιος is meant, v. infr. 11); and as a medical remedy, Dsc. 2.51, Orib.Fr.64.2 gold ornament worn in the hair (cf.χρύσειαι δὲ κόρυμβαι ἐπ' αὐτῶν τέττιγες ὥς Asius Fr.Ep.13.5
), esp. in early Attica, Th.1.6, Heraclid.Pont. ap. Ath.12.512c; ἀρχαῖα.. καὶ τεττίγων ἀνάμεστα, i.e. full of old-fashioned notions, Ar.Nu. 984 (anap.), v. Sch.( 980) and cf. τεττιγοφόρας; γυνὴ.. ἔχει τ. ἐπιχρύσους, in a list of votive offerings at Samos, Michel832.51 (iv B.C.).3 Com. name for a foreign cook, Ath.14.659a, Hsch., cf. Poll.4.148, 150.4 Ἀκάνθιος τ., prov. of a silent person, Zen.1.51, St.Byz. s.v. Ἄκανθος.II τ. ἐνάλιος a kind of lobster, Arctos ursus, Ael.NA13.26.III part of the ear,τοῦ λοβοῦ τὸ περὶ τῇ κυψέλῃ Poll.2.86
.
См. также в других словарях:
τέττιξ — ο, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού τζιτζικιού αρχ. 1. χρυσό κόσμημα τών μαλλιών, καρφίδα ή περόνη, το οποίο είχε ως κεφαλή τέττιγα από χρυσό και το οποίο φορούσαν αρχικά οι πριν από τον Σόλωνα Αθηναίοι ως ένδειξη ότι ήταν αυτόχθονες και αργότερα… … Dictionary of Greek
Νικομήδης — I Όνομα πέντε βασιλιάδων της Βιθυνίας, από τους οποίους σημαντικότεροι είναι: 1. Ν. Α’ (; – 260 π.Χ.). Γιος και διάδοχος (279) του Ζιποίτη, συμμαχώντας με τον Αντίγονο Γονατά της Μακεδονίας, εδραίωσε το βασίλειό του και εξουδετέρωσε την… … Dictionary of Greek
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek